θεηλατοῦμαι

θεηλατοῦμαι
θεηλατέομαι
to be visited by God
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεηλατούμαι — θεηλατοῦμαι, έομαι (Α) [θεήλατος] 1. καταδιώκομαι από τον θεό, πλήττομαι από τον θεό 2. παραπονιέμαι για κακό που έχει σταλεί από τον θεό …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”